... Τί είναι, όμως, ο εαυτός;
Είναι η επιτομή όλων όσα θυμόμαστε.
Γι' αυτό και το τρομακτικό στον θάνατο
δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος,
αλλά η απώλεια του παρελθόντος.
Η λήθη είναι μια μορφή θανάτου,
παρούσα στη ζωή ...

[Μίλαν Κούντερα]
__________________________________________________

Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2008

σελίς 123, περίοδος 6 έως 8.

Ήταν αυτό το ακόρεστο Σαββατόβραδο. Δίπλα μου μια στοίβα βιβλία. Αυτά τα ωραία Σαββατόβραδα που μένεις στο σπίτι και προσπαθείς να χωρέσεις όλα σου τα "θέλω"...
Πιο κοντά μου, όπως πάντα, ο Μόμπι-Ντικ. Πάνω του ακουμπούσαν τα Άσματα του Μαλντορόρ.
Μπροστά μου είχα ανοιχτόν τον "Επαναστατημένο Άνθρωπο". Έψαχνα το κεφάλαιο που αναφέρεται στον Λωτρεαμόν. Σηκώνω το κεφάλι μου και κάνω refresh στη σελίδα του περίπατου. Ένα καινούργιο σχόλιο εμφανίζεται. Η πρόσκληση του Ναυτίλου, η οποία μου παράγγελνε να πάω στη σελίδα 123 του βιβλίου που βρίσκεται πιό κοντά μου και ν' αντιγράψω τρεις προτάσεις. Από την έκτη ως την όγδοη.

Σκέψη πρώτη: πολύ ευγενικό που με προσκάλεσε.
Σκέψη δεύτερη: να πως βγαίνει εύκολα ένα ποστ.
Σκέψη τρίτη: Ευτυχώς, πρόλαβα να κλείσω το Βιργιλίου Θάνατος. Για να συναντήσεις την επόμενη τελεία, πρέπει να διαβάσεις πέντε-έξι σελίδες.

Albert Camus, λοιπόν, Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, μτφ. Τζούλιας Τσακίρη, εκδ. Μπουκουμάνη-1971, σελ. 123, περίοδος έκτη, έβδομη και όγδοη:

6η. Ο σουρρεαλισμός λοιπόν είναι κάτω απ' τις διαταγές μιας ανυπομονησίας.
7η. Ζει σε μια κάποια κατάσταση πληγωμένης οργής, αλλά και συνάμα μέσα στην αυστηρότητα και την περήφανη αδιαλλαξία που προϋποθέτουν μια ηθική.
8η. Από τις αρχές του ο σουρρεαλισμός, ευαγγέλιο της αταξίας, αντιμετώπισε την υποχρέωση να δημιουργήσει μια τάξη.


Σκέψη τέταρτη: Η μετάφραση θα μπορούσε να είναι και καλλίτερη.
Σκέψη πέμπτη: Θα χτυπήσω τις χορδές της Surrealist. Έχω σίγουρο και ουσιαστικό σχόλιο.
Σκέψη έκτη: Ατομικές προσκλήσεις δεν θα σταλλώσι, γιατί βλέπω ότι όλοι σχεδόν οι φίλοι έχουν ήδη προσκληθεί. Όποιος θέλει παίζει και ξαναπαίζει.

(Samy Charnine: A day in the clouds)


Σκέψη έσχατη: Είναι ακόμη Σαββατόβραδο και είναι πάντα ακόρεστο.


Καληνύχτα σας.

i remember

Damien Rice

I remember it well
The first time that I saw
Your head around the door
'Cause mine stopped working

I remember it well
There was wet in your hair
I was stood in the stairs
And time stopped moving

I want you hear tonight
I want you hear
'Cause I can't believe what I found
I want you hear tonight
I want you hear
Nothing is taking me down, down, down...

I remember it well
Taxied out of a storm
To watch you perform
And my ships were sailing

I remember it well
I was stood in your line
And your mouth, your mouth, your mouth...

I want you hear tonight
I want you hear
'Cause I can't believe what I found
I want you hear tonight
I want you hear
Nothing is taking me down, down, down...

Except you my love. Except you my love...




Come all ye lost
Dive into moss
I hope that my sanity covers the cost
To remove the stain of my love
Paper mach?

Come all ye reborn
Blow off my horn
I'm driving real hard
This is love, this is porn
God will forgive me
But I, I whip myself with scorn, scorn

I wanna hear what you have to say about me
Hear if you're gonna live without me
I wanna hear what you want
I remember december
And I wanna hear what you have to say about me
Hear if you're gonna live without me
I wanna hear what you want
What the hell do you want?

Κυριακή, Φεβρουαρίου 17, 2008

Παίζω σαν Moebius

Πρώτο χειρόγραφο

Στην Περιοχή, που τη λέγαν άσπρη, γιατί ήταν άσπρη και για να κρύψουν τον φόβο τους, δέσποζε ο Πύργος και τίποτ’ άλλο. Ένας πύργος ορθός μέχρι ψηλά και όλη η Περιοχή ξαπλωμένη, επίπεδη, σκληρή, παγωμένη, έρημη απ’ άκρη σ’ άκρη. Χωρίς ορίζοντα. Χωρίς ορίζουσες, εξόν του Πύργου που την όριζε.

Πρόσθετες πληροφορίες περί της Περιοχής:

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν αυτή η Περιοχή της άκρης της γης κρατούσε κάποτε ζωή. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί στην άσπρη Περιοχή, το μόνο ορατό σημείο, ο Πύργος, δεν είχε ίσκιο. Άπλετο φως έλουζε την Περιοχή του Πύργου, αλλά ίσκιος δεν φαινόταν. Ούτε ήλιος. Τίποτα. Αν υποθέσουμε ότι εμφανιζόταν άνθρωπος εκεί, άνθρωπος ανήξερος και τολμηρός, θα μπορούσε να διακρίνει το παλιό πλακόστρωτο, που ξεκινούσε από την πύλη του Πύργου, προ πολλού εξαφανισμένη, και οδηγούσε πέρα και χανόταν πέρα. Θα μπορούσε να συμπεράνει περί της Περιοχής του Πύργου και περί του Πύργου του ίδιου, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν εμφανιζόταν άνθρωπος, άνθρωπος ανήξερος και τολμηρός.

Το Πουλί, μαύρο γεράκι εκπαιδευμένο, γυρόφερνε τον μοναχικό Πύργο. Ώρες ατέλειωτες, κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο και πεισματικά κρατώντας σταθερή απόσταση από τον ψηλό πύργο, άξονα της περιοχής. Μαύρο σημάδι στον άδειο ουρανό.

Στο ψηλότερο παράθυρο του ψηλού πύργου, στο μοναδικό παράθυρο του μοναχικού Πύργου, έστεκε το Παιδί, αρχαίο κι αόμματο, τείνοντας την δεξιά του χείρα εκτός του παραθύρου, μια μικρή κάθετη γραμμή στον μεγάλο κάθετο Πύργο, μια μικρή παράλληλη γραμμούλα στην ατέλειωτη Περιοχή.

Έτσι:

~.~

Π

Ι[--

ΙΙ

ΙΙ

ΙΙ

ΙΙ

ΙΙ

ΙΙ

ΙΙ

------------------------------------------------------------------

Η Περιοχή άσπρη κι ακίνητη. Ο Πύργος γκρίζος και ακίνητος. Το Πουλί περίμενε μαύρο. Μαύρο και ακίνητο.

Το Παιδί παρέμενε αόμματο. Τυφλό και ακίνητο.

Το χέρι του Παιδιού του Πύργου της Περιοχής παρέμενε άψυχο. Το Πουλί κατανοεί το αδιόρατο νεύμα.

Αυτή η αφήγηση τελειώνει ξαφνικά, κόβεται απότομα, παρόλο που το τετράδιο έχει κι άλλες σελίδες, άγραφες, κενές.

Στα χέρια μου έπεσε ένα άλλο τετράδιο, από άλλο χέρι γραμμένο, ούτε θυμάμαι πώς.


Δεύτερο χειρόγραφο

Το Πουλί έκοβε γύρους ψηλά στον ουρανό. Ένα μαύρο μικρό σημάδι, ζήτημα αν το έπιανε μάτι ανθρώπου. Αν υπήρχε άνθρωπος. Ψυχή δεν φαινόταν σε ακτίνα πολλών μιλίων, κι αυτό, το ούτως ή άλλως ψυχρό τοπίο, αυτόν τον έρημο, σιωπηλό χώρο, τον έκανε παγερό. Έρημος χώρος. Άσπρος, εκτυφλωτικός, δεν ξεχώριζε που αρχίζει και που τελειώνει. Πουθενά ένα δέντρο, πουθενά ένα εμπόδιο για να σφυρίξει ο άνεμος, κάτι ν’ ακουστεί. Ο αέρας γλιστρούσε αθόρυβα, ο αέρας που είχε πάρει όλη τη σκόνη, δεν έβρισκε να σηκώσει τίποτα πια.

Το μάτι του Πουλιού σιγουρεύτηκε. Κανείς, ποτέ, τίποτα. Και μετακινήθηκε αργά, κάνοντας μεγάλους κύκλους, στην Περιοχή. Εδώ, στην Περιοχή, όπως συνήθιζαν να λένε κάποτε οι ζωντανοί το μέρος ετούτο, υψωνόταν ο Πύργος. Ερείπιο τώρα, δεν έδειχνε αν κάποτε κράτησε ζωή στους τοίχους του. Αυτός κι ο ίσκιος του. Ένας ίσκιος που κόνταινε και μάκραινε στο γύρισμα του ήλιου. Λες και η μόνη κίνηση, ανεπαίσθητη, ήταν αυτή. Απ’ τη μεριά της πύλης γυάλιζαν οι μεγάλες πλάκες του λιθόστρωτου, αρχαίος δρόμος που χανόταν στον ορίζοντα. Και στις άκρες του πεσμένες, σκόρπιες πέτρινες άσπρες κολώνες. Κομμάτια που κείτονταν σα να προσκυνούσαν τον Πύργο. Κομμάτια που δεν άντεξαν το χρόνο.

Μα, να που σ’ αυτόν τον έρημο και νεκρό τόπο, μια κίνηση που σαν ζωή διαγράφηκε. Απ’ το ψηλότερο παραθύρι του Πύργου ένα χέρι, ένα γαντοφορεμένο χέρι, βγαίνει και στέκει. Ακίνητο. Το Πουλί το βλέπει και κύκλους πάντα κάνοντας, πλησιάζει. Παρακολουθεί με το εξασκημένο του μάτι κάθε παραμικρή, αδιόρατη, κίνηση. Βλέπει το νεύμα κι εφορμά στο πλακόστρωτο.

Μέχρις εδώ και εκτός από μια διαφορά, αυτήν του αυξομειούμενου ίσκιου λόγω του ορατού ήλιου, η αφήγηση αυτή είναι όμοια με την πρώτη. Σε σημείο μάλιστα που, παρόλο ότι τα τετράδια βρέθηκαν σε τόπους και χρόνους άσχετους μεταξύ τους και ο γραφικός χαρακτήρας είναι σαφώς διαφορετικός, δημιουργούν τη βεβαιότητα ότι αναφέρονται στον ίδιο τόπο, περιγράφουν το ίδιο τοπίο, διηγούνται την ίδια ιστορία. Τα επόμενα τέσσερα φύλλα είναι σκισμένα, αλλά αμέσως μετά, το δεύτερο χειρόγραφο συνεχίζει:

Ένας καημένος πίθηκος, μια μόνη κι έρημη μαϊμού λοξοδρόμησε και βρέθηκε πάνω στην αρχαία στράτα. Τα πηδηχτά της βήματα ακολούθησαν εκείνα τα παμπάλαια, εξαφανισμένα για πάντα βήματα. Το Πουλί είναι γρήγορο. Γρήγορο κι επιδέξιο. Καλοζυγιάζει τη φόρα του και βουτά στη μαϊμού. Με μία κίνηση, της ξεριζώνει τα μάτια και την αφήνει έκπληκτη, κεραυνοβολημένη, τρομοκρατημένη κι εν τέλει πεθαμένη, νεκρή.

Χωρίς κύκλους τώρα, το Πουλί κατευθύνεται στο χέρι που στέκει ακίνητο έξω απ’ το παράθυρο. Ακουμπά τα μάτια στο τεντωμένο χέρι και χάνεται στο εσωτερικό του Πύργου. Το χέρι μαζεύεται, πλησιάζει το αόμματο πρόσωπο και γεμίζει μ’ αυτά τις άδειες του κόγχες. Το Παιδί γελά, κινείται, στριφογυρνάει, χορεύει και κοιτάει γύρω του.

«Παίζω να βλέπω, χω χω χω, παίζω να βλέπω!»

Μετά, μένει ακίνητο, στραμμένο στο Πουλί και λέει με την ίδια στριγκιά φωνή: «Αύριο θέλω την καρδιά ενός μωρού. Θα παίξω να ζω.»


Δυστυχώς η συνέχεια έχει καεί. Μερικές σελίδες πιο κάτω διακρίνονται δυο τρεις σκόρπιες λέξεις: «ψυχή του …» και «Παίζω να …».

Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008

Εκείνος κι Εκείνος

Τα πρόσωπα του έργου:

Εκείνος: o πρώην-Γούφας. Ένας τύπος που αλλάζει συχνά τόπους, χρόνους κι ονόματα κι ωστόσο καταφέρνει να είναι πάντα ο ίδιος και το ίδιο γνήσιος.

και

Εκείνος: ο Σαλούβαρδος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, πλην κάποιας υπόγειας (ή υποθαλάσσιας να πούμε καλλίτερα) σχέσης με τον σεναριογράφο.

Σενάριο, Σκηνοθεσία: cropper

Πρόκειται για τον ανόητο διάλογο δυο ανοήτων. Έχοντας την εντύπωση ότι ο ένας κατανοεί τον άλλον είναι ικανοί να συνεχίζουν επί μήνες. Κοινό τους πάθος το σκάκι σε μπουκάλι. Το έργο θεωρείται παταγώδης αποτυχία. Όχι τόσο παταγώδης, όσο αποτυχία. Μετά την παράσταση ο σκηνοθέτης δικαιολογήθηκε «με τέτοιο σενάριο, τι να κάνω; Προσπάθησα να το σώσω με μερικά εξωτερικά γυρίσματα, αλλά δεν σωζόταν με τίποτα». Ο σεναριογράφος τα έριξε στον σκηνοθέτη ότι του κατέστρεψε το σενάριο. Όσοι επιμένετε να παρακολουθήσετε το έργο, ποιο έργο δηλαδή, περί αεργίας πρόκειται, κάντε το με δική σας ευθύνη. Σας το λέμε ανοιχτά: Θα χάσετε τον χρόνο σας. Όχι σαν μια γνωστή μας, που πρώτα σας αφήνει να διαβάσετε τα κείμενά της και μετά λέει με ύφος ξανθό «Ξέρω χαζομάρες έγραψα».


Μια μέρα ο πρώην-Γούφας και ο Σαλούβαρδος αποφάσισαν να πάνε για σκι (ή ξε-σκι, δεν παίζει ρόλο). Αλλά επειδή το χιόνι το βρήκαν πουρέ, κάθισαν σ’ ένα παγκάκι που περνούσε κι άρχιζαν να παίζουν σκάκι στο μιλητό.

(Στο σενάριο δεν αποσαφηνίζεται ποιος αρχίζει να μιλάει πρώτος. Ούτε στη σκηνοθεσία. Πάντως ή εκείνος θα είναι ή εκείνος.)


Εκείνος: Αχ, κούραση κι η σημερινή.

Εκείνος: Εμ, περνούν τα χρόνια, γέρο μου …

Εκείνος: Τι είναι η ζωή, φίλε, ε, τι είναι η ζωή!

Εκείνος: Μια μπύρα είναι.

Εκείνος: Ένα κονιάκ.

Εκείνος: Μια κούπα κρασί.

Εκείνος: Μια παρτίδα σκάκι.

Εκείνος: Ναι, μια παρτίδα σκάκι.

Εκείνος: Αρκεί να την παίξεις καλά. Χωρίς φόβο.

Εκείνος: Ναι, φουλ επίθεση.

Εκείνος: Ρουά …

Εκείνος: Ματ.

Εκείνος: Διότι, τι χρειάζεται; Ποιες οι βασικές μας ανάγκες;

Εκείνος: Λίγο νεράκι όταν διψάς …

Εκείνος: Λίγον ύπνο όταν νυστάζεις

Εκείνος: Κι αυτό είν’ όλο.

Εκείνος: Διότι, σκέψου να διψάς. Να διψάς πολύ και να μην έχεις νερό. Το μυαλό σου είναι συνέχεια κολλημένο εκεί. Στο νερό.

Εκείνος: Φυσικό δεν είναι;

Εκείνος: Σκέψου να ’σαι ξενυχτισμένος. Να νυστάζεις του κερατά. Θες να πάρεις έναν υπνάκο, δε θες;

Εκείνος: Ό,που να ’ναι, αρκεί να κοιμηθείς λίγο.

Εκείνος: Κι αν δεν σ’ αφήνουν;

Εκείνος: Γιατί να μη σ’ αφήνουν;

Εκείνος: Λέω, κι αν δεν σ’ αφήνουν, αν στο απαγορεύουν.

Εκείνος: Να μου απαγορέψουν τον ύπνο;

Εκείνος: Ναι ρε χάχα. Υπόθεση κάνουμε. Να σου απαγορέψουν τον ύπνο.

Εκείνος: Ε, τι. Πάλι θα ψάχνω να κοιμηθώ.

Εκείνος: Πάμε;

Εκείνος: Πάμε. Μ’ άρεσε το σκάκι. Να ξαναπαίξουμε αύριο.

Εκείνος: Εντάξει, αύριο, μετά τη λαϊκή.

Την άλλη μέρα βρέθηκαν στη λαϊκή


και ξανάπιασαν την κουβέντα. Στην λαϊκή πήγαιναν πάντα μασκαρεμένοι, γιατί κατά κάποιον τρόπο ανεξήγητο, ο μανάβης τους πετούσε τις ντομάτες με δύναμη στα μούτρα κι αυτό άρεζε στον κόσμο κι άρχιζαν να μαζεύουν τα λαχανικά τζάμπα. Δεν ήταν σωστό.

Εκείνος: Πάμε κάπου ήσυχα να παίξουμε καμιά παρτίδα;

Εκείνος: Φύγαμε. Αυτά τα γένια με ζεσταίνουν πολύ.

Κι΄ έτσι βρέθηκαν σ’ ένα κοντινό καφέ-μπαρ και στρώθηκαν στο σκάκι.



Εκείνος: Αυτό που έλεγες για τη νύστα.

Εκείνος: Τι, νύσταξες;

Εκείνος: Όχι ρε, σκεφτόμουνα χθες το βράδυ, ότι άμα σου λείπει κάτι, μετά σου γίνεται έμμονη ιδέα.

Εκείνος: Εξαρτάται τι σου λείπει.

Εκείνος: Βέβαια. Αν σου λείπει κάτι βασικό, να πούμε. Όπως ο ύπνος. Είναι αδιανόητο να σου απαγορέψουν τον ύπνο. Αφύσικο. Παράνομο είναι.

Εκείνος: Και βέβαια είναι παράνομο. Η υποχρεωτική αϋπνία είναι, λένε, από τα χειρότερα βασανιστήρια. Εγώ δεν θα άντεχα πάνω από δυο μέρες άυπνος.

Εκείνος: Εγώ ούτε δυο λεπτά.

Εκείνος: Χα, το ξέρω. Θα παίξουμ’ άλλη μία;

Εκείνος: …

Εκείνος: Ε, ξύπνα. Τι σκέφτεσαι;

Εκείνος: Να. Ποιες είναι οι βασικές ανάγκες σκέφτομαι. Που πρέπει όλοι να τις καλύπτουμε, γιατί χωρίς αυτές δεν επιβιώνεις. Που πρέπει να θεωρείται παράνομη η για οποιοδήποτε λόγο στέρησή τους ή, πολύ περισσότερο, η τιμωρία σου όταν τις καλύπτεις.

Εκείνος: Α, το πας αλλού.

Εκείνος: Όχι, δεν το πάω αλλού. Να παίξουμε άλλη μία; Πες μου, εσύ τι θεωρείς απαραίτητο για να επιβιώσεις, εκτός του νερού και του ύπνου που είπαμε;

Εκείνος: Το φαΐ.

Εκείνος: Καλά, εκτός κι απ’ το φαΐ.

Εκείνος: Το σκάκι. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς σκάκι.

Εκείνος: Οι περισσότεροι όμως μπορούν. Άσε το σκάκι. Δεν είναι βασική ανάγκη. Άλλο;

Εκείνος: Το σεξ!

Εκείνος: Το σεξ ή τον έρωτα;

Εκείνος: Και τα δύο.

Εκείνος: Έλα, γεροξεκούτη. Άλλοι τους τα ’κόψαν και καταφέρνουν να επιβιώσουν. Κι άλλοι πεθαίνουν ανέραστοι σε βαθιά γεράματα. Άλλο;

Εκείνος: Τι άλλο ρε; Εδώ σου μιλάω για τον έρωτα κι εσύ μου λες, άλλο.

Εκείνος: Εντάξει. Μαμ, κακά και νάνι. Και σεξ, αλλά έχω μερικές αμφιβολίες για το τελευταίο.

Εκείνος: Γιατί έχεις αμφιβολίες;

Εκείνος: Να, εγώ για παράδειγμα δεν κάνω σεξ.

Εκείνος: Είσαι όμως ερωτευμένος.

Εκείνος: Ναι, είμαι.

Εκείνος: Και δεν κάνεις σεξ.

Εκείνος: Όχι.

Εκείνος: Ήξερα εγώ με τι μαλάκα έχω μπλέξει. Δε μου λες. Αν δεν ήσουνα ερωτευμένος θα έκανες σεξ;

Εκείνος: Ναι, μάλλον.

Εκείνος: Μάλλον ή σίγουρα;

Εκείνος: Μάλλον σίγουρα. Τι θες τώρα;

Εκείνος: Καλά, άμα σε πειράζει ας αλλάξουμε θέμα.

Εκείνος: Τι να με πειράζει ρε βούρλο. Δεν είπα ότι δεν μπορώ. Είπα ότι δεν θέλω. Πάμ’ παρακάτω. Για τις βασικές ανάγκες. Άλλο;

Εκείνος: …

Εκείνος: Γιατί δεν μιλάς; Τσατίστηκες ή μόνο για το σεξ θες να μιλήσουμε.

Εκείνος: Για τον έρωτα.

Εκείνος: Βρε μανία με τον έρωτα! Αφού δεν είσαι ερωτευμένος.

Εκείνος: Είμαι.

Εκείνος: Μπα; Με ποια;

Εκείνος: Με τον έρωτα.

Εκείνος: Να τα. Βραχυκυκλώσαμε. Κάνε μου μια χάρη. Ας αφήσουμε τον έρωτα. Για χάρη στο ζητώ. Θα μιλήσουμε άλλη φορά γι’ αυτόν. Τώρα προσπάθησε να σκεφτείς άλλες βασικές ανάγκες.

Εκείνος: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα!»

Εκείνος: Α, γειά σου. Τώρα μάλιστα. Εδώ είμαστε. Γλώσσα και Ελευθερία. Τώρα σοβαρεύτηκες.

Εκείνος: Δεν σοβαρεύτηκα. Ήξερα ότι εκεί θες να καταλήξεις. Αλίμονο, τόσον καιρό σε ξέρω.

Εκείνος: Γιατί; Εσύ δεν πιστεύεις ότι Ελευθερία και Γλώσσα είναι σημαντικά; Είναι βασικά; Είναι ανάγκες;

Εκείνος: Το πιστεύω, αλλά μετά τον έρωτα. ΟΚ, δεν θα μιλήσουμε για τον έρωτα. Ας μιλήσουμε για την Ελευθερία.

Εκείνος: Και τη Γλώσσα.

Εκείνος: Και τα δυο μαζί;

Εκείνος: Γιατί, σε πειράζει;

Εκείνος: Μήπως τα μπερδέψουμε. Κοίτα, δεν μπορώ να μιλάω σοβαρά παίζοντας σκάκι. Δεν πάμε να συνεχίσουμε κάπου αλλού;

Εκείνος: ΟΚ, πάμε για καμιά μπύρα.

Σηκώθηκαν και περπάτησαν μέχρι την άκρη της πόλης. Κοντά στο ποτάμι υπήρχε μια καλή μπυραρία και στρώθηκαν αμέσως στην κουβέντα.

Εκείνος: Ωραία είναι ’δώ. Λοιπόν, συμφωνούμε ότι η Ελευθερία είναι βασική ανάγκη.

Εκείνος: Ναι, όπως το νερό και ο ύπνος.

Εκείνος: Δηλαδή, αν σου στερήσουν την ελευθερία δεν επιβιώνεις. Και είναι αδιανόητο, παράνομο, αφύσικο.

Εκείνος: …

Εκείνος: Τι; Δεν συμφωνείς;

Εκείνος: Να, σκέφτομαι τους φυλακισμένους.

Εκείνος: Δηλαδή;

Εκείνος: Στον φυλακισμένο έχουν στερήσει την ελευθερία, αλλά για κάποιο λόγο. Μπορεί να σκότωσε ή κάτι. Δεν μπορείς να πεις ότι παράνομα τον βάλανε φυλακή. Έγινε δικαστήριο και βρέθηκε ένοχος. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά επιβιώνει. Μέσα σε συνθήκες ανελευθερίας, αλλά επιβιώνει.

Εκείνος: Κάτσε. Ένα-ένα τα ζητήματα. Ας πάρουμε αυτόν τον φυλακισμένο. Συμφωνούμε ότι διψάει για ελευθερία;

Εκείνος: Φυσικά.

Εκείνος: Ότι στο μυαλό του έχει συνέχεια την ελευθερία, ότι είναι φυσικό όλη του η σκέψη να είναι στην απόδραση;

Εκείνος: Ναι, αλίμονο. Ποιος φυλακισμένος δεν ονειρεύεται την απόδραση ή την αποφυλάκιση;

Εκείνος: Ότι όσες φορές και ν’ αποδράσει, όσες φορές και να τον ξαναβάλουν φυλακή, φυσικό δεν είναι να θέλει να βγει πάλι;

Εκείνος: Φυσικό είναι. Διψάει και θα ψάχνει την ελευθερία του μέχρι να την βρει.

Εκείνος: Ε, αφού είναι φυσικό, τότε γιατί τιμωρείται η απόδραση;

Εκείνος: Γιατί τιμωρείται η απόδραση; Τι είν’ αυτά που λές. Δηλαδή τι θα ’θελες να λένε; Ορίστε, σας βάλαμε φυλακή, αλλά αν τα καταφέρετε και το σκάσετε δεν πειράζει. Φυσικό είναι. Δεν θα τιμωρηθείτε.

Εκείνος: Δεν θα με χάλαγε. Ας τον πιάσουν κι ας τον ξαναβάλουν μέσα χωρίς άλλη τιμωρία. Στο κάτω-κάτω οι φύλακες έχουν καθήκον να κρατάνε τους φυλακισμένους μέσα στη φυλακή. Όχι οι φυλακισμένοι. Αυτοί έχουν «καθήκον» να ψάχνουν την ελευθερία τους. Καθήκον, εννοώ, φυσική ανάγκη. Διψάνε.

Εκείνος: Μα δεν καταλαβαίνεις ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα; Στην κοινωνία που ζούμε …

Εκείνος: Άσε την κοινωνία κατά μέρος. Οι φυλακές δεν μετριούνται στα θετικά της κοινωνίας. Είναι αναγκαστικός θεσμός, κι αν θες να ξέρεις, κατά βάθος οφείλεται σ’ αυτή την επινόηση της κοινωνικής οργάνωσης ότι η ελευθερία του ατόμου ορίζεται από την ελευθερία του άλλου.

Εκείνος: Μα ναι. Η ελευθερία του ενός φτάνει μέχρι τα όρια της ελευθερίας του άλλου. Αλλιώς δεν γίνεται να υπάρξει κοινωνία. Δεν το παραδέχεσαι;

Εκείνος: Και ποιος σου είπε ότι υπάρχει σήμερα κοινωνία; Αλλά άσε, θα πάει αλλού η κουβέντα. Να γυρίσουμε στην έλλειψη ελευθερίας. Στον φυλακισμένο, όπως είπες. Ο φυλακισμένος, λοιπόν, όπως και τα σκλαβωμένα έθνη κι οι λαοί, διψάει για ελευθερία, αλλά επιβιώνει. Συμφωνούμε σ’ αυτό. Δεν πεθαίνει, παρά τις κραυγές «Ελευθερία ή Θάνατος», αντέχει και ζει.

Εκείνος: Ναι, αλλά συνεχώς διψασμένος.

Εκείνος: Συνεχώς διψασμένος και τιμωρούμενος γι’ αυτό. Καταλαβαίνεις γιατί;

Εκείνος: Μπαίνω στο νόημα. Γιατί αυτό που ενδιαφέρει να μείνει φυλακισμένο είναι το σώμα κατ’ αρχήν.

Εκείνος: Γιατί μόνο το σώμα φυλακίζεται.

Εκείνος: Γιατί την σκέψη δεν μπορούν …

Εκείνος: Κι αν το καταφέρουν …

Εκείνος: Τότε πράγματι ξόφλησες. Δεν επιβιώνεις.

Εκείνος: Τουλάχιστον όχι εσύ ο ίδιος. Κάποιος άλλος στο σώμα σου …

Εκείνος: …

Εκείνος: Τσιμπάει;

Εκείνος: Κάτι γίνεται.

Εκείνος: Είπαμε «πάρεξ Ελευθερία και Γλώσσα». Για την γλώσσα δεν μιλήσαμε.

Εκείνος: Πώς δεν μιλήσαμε; Όλα τα είπαμε. Θα γινόταν αυτή η κουβέντα χωρίς την Γλώσσα; Ούτε αυτή ούτε καμιά άλλη.

Εκείνος: Επομένως, η Γλώσσα είναι σπουδαιότερη της Ελευθερίας, ε;

Εκείνος: Σπουδαιότερη κι απ’ τον Έρωτα;

Εκείνος: …

Εκείνος: Αχ, κούραση κι η σημερινή.

Εκείνος: Εμ, περνούν τα χρόνια, γέρο μου …

Εκείνος: Τι είναι η ζωή, φίλε, ε, τι είναι η ζωή!

Εκείνος: Μια μπύρα είναι.

Εκείνος: Ένα κονιάκ.

Εκείνος: Μια κούπα κρασί.

Εκείνος: Μια παρτίδα σκάκι.

Εκείνος: Ναι, μια παρτίδα σκάκι.

Εκείνος: Αρκεί να την παίξεις καλά. Χωρίς φόβο.

Εκείνος: Ναι, φουλ επίθεση.

Εκείνος: Ρουά …

Εκείνος: Ματ.

"Προσπάθησε να πει κάτι γλυκό, αλλά η γλώσσα του κρεμόταν στο στόμα του, όπως ένα σάπιο φρούτο απ' το κλαδί, και η καρδιά του ήταν ένα παράθυρο, μπογιατισμένο μαύρο." (Bernard Malamud)

π ε ρ ί π α τ ο ς (αρχείο):

φρέσκα σχόλια:

Widget by ReviewOfWeb