... Τί είναι, όμως, ο εαυτός;
Είναι η επιτομή όλων όσα θυμόμαστε.
Γι' αυτό και το τρομακτικό στον θάνατο
δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος,
αλλά η απώλεια του παρελθόντος.
Η λήθη είναι μια μορφή θανάτου,
παρούσα στη ζωή ...

[Μίλαν Κούντερα]
__________________________________________________

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2007

ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ: MOBY-DICK or, THE WHALE - ΙΙ

moby_dick_1.jpg

ΛΕΓΟΝΤΑΣ «έννοια» εννοούμε ότι κάθε τι που σχετίζεται με τον όρο αυτό, είναι αποτέλεσμα, είναι προϊόν της σκέψης. Επειδή πολλά πράγματα εξαρτώνται από την ορολογία, να αποσαφηνίσω –όσο είναι δυνατόν- ότι λέγοντας «σκέψη» εννοώ τη νόηση και την διάνοια, το νόημα και τη σημασία, τον νου και το μυαλό, το ανθρώπινο πνεύμα και τον συλλογισμό, τον λόγο και τη λογική, τη φαντασία και την ψυχή, την αίσθηση και τα συναισθήματα, την σκέψη δηλαδή με την πιο ευρεία έννοιά της, η οποία, με τη σειρά της, μια έννοια είναι κι αυτή.

Ο Σωκράτης δίδασκε ότι μόνο με την γνώση των «καθολικών εννοιών» μπορούμε να συλλάβουμε την αλήθεια.

Ο Πλάτων ονομάζει την έννοια «συντονία διανοίας», δηλαδή ενεργοποίηση του νου.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί τις έννοιες «παθήματα ψυχής» και τις ονομάζει «νοήματα».

Ο Ζήνων και οι Στωικοί έλεγαν ότι η έννοια είναι μια εικόνα του νου, η οποία αν και δεν υπάρχει, θεωρείται σαν κάτι υπαρκτό.

Και οι λέξεις; Οι λέξεις είναι τα σύμβολα των εννοιών. Για να μείνουμε στην ελληνική αρχαιότητα, ορισμένοι θεωρούσαν τις λέξεις πραγματικότητες, γεννήματα της φύσης (Δημόκριτος, Πλάτων) και άλλοι συμβατικές κατασκευές (Ερμογένης, Αριστοτέλης).

Η συζήτηση αυτή συνεχίστηκε κατά τον Μεσαίωνα, όπου σχηματίστηκαν δύο απόψεις. H πραγματοκρατία ή ρεαλισμός (realismus) και η ονοματοκρατία ή νομιναλισμός (nominalismus).

Στο πλαίσιο της πραγματοκρατίας, ορισμένοι φιλόσοφοι υποστήριξαν, επηρεασμένοι από τον Πλάτωνα και την διδασκαλία για τις ιδέες, ότι τα «καθόλου» ή «καθολικά» (ήτοι οι έννοιες που εκφράζουν τις κοινές ιδιότητες ομοειδών πραγμάτων, π.χ. δέντρο, άνθρωπος, τραπέζι) είναι πραγματικά (res, universalia ante rem) και άλλοι, ακολουθώντας την σκέψη του Αριστοτέλη, ισχυρίστηκαν ότι τα «καθόλου» δεν είναι διαφορετικά από τα «καθ’ έκαστα», αλλά υπάρχουν μόνο μέσα σ’ αυτά, εν αυτοίς (universalia in re).

Στο πλαίσιο της ονοματοκρατίας, αντίθετα, αναπτύχθηκε η άποψη ότι τα «καθόλου» δεν υπάρχουν ως πραγματικά, αλλά ως “γενικά ονόματα”, που προϋποθέτουν την ύπαρξη των «καθ’ έκαστον» (universalia post rem).

Επίσης, υποστηρίχθηκε (ΠέτροςΑβελάρδος, 1079-1142) και μια ενδιάμεση θεωρία, η εννοιοκρατία (conseptualismus), κατά την οποία τα «καθόλου» δεν υπάρχουν καθ’ εαυτά ούτε είναι γενικά ονόματα, αλλά γενικές έννοιες, περιλήψεις δηλαδή των όντων, που ομαδοποιούνται βάσει των ομοιοτήτων τους.

Πλησιάζοντας τα σημερινά χρόνια, οι θεωρίες πολλαπλασιάζονται, δεν καταλήγουν σε κοινό τόπο, κοινό συμπέρασμα, αλλά λίγο-πολύ βασίζονται στις προαναφερόμενες διακρίσεις. Ίσως ο Λάιμπνιτς και οι μετά απ’ αυτόν ν’ άρχισαν διαφοροποιούνται, ωστόσο όσα αναφέρθηκαν είναι αρκετά. Δεν θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια οι προσπάθειες να βρεθεί κοινός τόπος, γιατί το ζητούμενο ορίζεται διαφορετικά κάθε φορά και δεν υπάρχει κοινό συμπέρασμα. Άλλωστε, ζητούμενο αυτών των σημειωμάτων είναι η γνωσιολογία του Μέλβιλ και για την προσέγγισή της, αυτά που μπορούσε να έχει υπ’ όψιν του ο ίδιος, είναι τα σημαντικά.

~.~.~.~.~.~

Και μ’ αυτό το καθρέφτισμα των εννοιών, μ’ αυτή την παραδοχή, ξεκινάει το νοητό ταξίδι γύρω από την έννοια του εαυτού μας.

Το προηγούμενο σημείωμα τελείωνε μ’ αυτήν την παράγραφο:

Σαν τον συγγραφέα Λομπάρδο στο Μάρντι, που δηλώνει ότι είναι ένα απλός αντιγραφέας, ένας γραφιάς που έγραφε καθ’ υπαγόρευση (a mere amanuensis writing by dictation) ή σαν τον Πιερ Μενάρ του Μπόρχες, που συγγράφει, 3 αιώνες μετά τον Θερβάντες, τον Δον Κιχώτη, έτσι κι ο μεταφραστής ξανα(συγ)γράφει τον Μόμπι-Ντικ. Έτσι κι εγώ, ο «μοιραίος» αναγνώστης, αντιγράφω τη Φάλαινα, όχι στο χαρτί με μελάνη, όχι στην οθόνη με σημαδάκια πίξελ, αλλ’ αντιγράφω τη Φάλαινα στα κατάβαθα της ψυχής μου, σκαλίζω στα βράχια της τα πολλά μου ονόματα, χωρίς τελειωμό. Κορφολογώ την ανάσα της, την ανάσα της Φάλαινας ψυχής μου –cropper είναι τ’ όνομά μου– θερίζω στο κενό τον Ωκεανό, μαζεύω απ’ τα βάθη του τα κύματα –μον’ δε με λένε cropper- ποιος είμαι εγώ που αντιγράφω; Ποιος είμαι εγώ που δεν μπορώ παρά συνέχεια ν’ αντιγράφω; Καθ’ υπαγόρευση τίνος, αν όχι ενός μυαλού που υπνοβατεί.

Σήμερα, θα συνεχίσω μ’ ένα κείμενο του Α. Κ. Χριστοδούλου, που περιέχεται στο “Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα” (Gutenberg, editio major, σελ. 50 κ.ε.), αναφερόμενος και προσπαθώντας να εξηγήσω τόσο την προηγούμενη, όσο και την πρώτη παράγραφο. Είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε να έχει γραφτεί από τον Μέλβιλ, τουλάχιστον θα μπορούσε κάλλιστα να έχει σχηματιστεί στο νου του:


[ΕΝΑ ΑΓΡΑΦΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΕΛΒΙΛ]

«ΠΝΕΥΜΑ» ΚΑΙ «ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ». Ήμουν εικοσιοχτώ χρονών όταν συνέβη κάτι απρόσμενο στη ζωή μου. Όλα άρχισαν μόνα τους, όπως οι ψιχάλες της βροχής. Κάποιο απόγευμα, περπατώντας αμέριμνος σε κάποιο ήσυχο σοκάκι της Νέας Υόρκης, καθώς παρατηρούσα «τα όμορφα σπίτια» που υψώνονταν δεξιά και αριστερά, ένιωσα μέσα μου «κάτι» παράξενο – μιαν απροσδιόριστη παρουσία. Ήταν κάτι σαν αστραπιαία έλλαμψη. Δεν έδωσα όμως περισσότερη σημασία. Λίγα μέτρα πιο κάτω ωστόσο ένιωσα μέσα μου πάλι εκείνη την αόριστη παρουσία. Δεν ήταν κάποιο ευχάριστο ή ενοχλητικό αίσθημα. Δεν ήταν καν αίσθημα. Κι ούτε ήταν κάτι που είχα θυμηθεί ξαφνικά. Κοντολογίς δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο ή χεροπιαστό. Δεν ήξερα ούτε μπορούσα να πω τι ακριβώς ήταν. Κοντοστάθηκα και αυτοσυγκεντρώθηκα για να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε εκείνη τη στιγμή μέσα μου, καθώς κοίταζα τα σπίτια στο ήσυχο σοκάκι. Έκλεισα τα μάτια και «πλημμύρισα ολόκληρος» από ένα «βαθύ σκοτάδι». Ωστόσο ένιωσα πάλι εκείνο το «κάτι» να σαλεύει σαν ασώματη αράχνη, να φτερουγίζει σαν αόρατη νυχτερίδα πίσω από αυτό το «βαθύ σκοτάδι». Άνοιξα τα μάτια και είδα ξανά εκείνα «τα όμορφα σπίτια» - εκείνη η αλλόκοτη παρουσία είχε και πάλι στυλωμένα τα αόρατα μάτια της πάνω μου. Ολόγυρα όμως δεν υπήρχε ψυχή. Μετά από πολλές δοκιμές συνειδητοποίησα τελικά πως εκείνο το παράξενο ον δεν ήταν παρά κάτι δικό μου, κάτι κρυμμένο στον ίδιο τον εαυτό μου. Τι ακριβώς όμως ήταν; Βύθισα τη σκέψη μου ως τα φύκια του είναι μου και προσπάθησα να διακρίνω σε κείνον το χορταριασμένο βυθό το «πρόσωπο» αυτού του άγνωστου όντος. Ύστερα από επίμονη σκέψη βεβαιώθηκα τελικά πως εκείνο το ον δεν ήταν παρά μια άλλη όψη του ίδιου του εαυτού μου. Συνειδητοποίησα δηλαδή πως αν και ο νους μου ήταν αυτός που σχημάτιζε την εικόνα αυτών των σπιτιών, ο ίδιος όμως έμοιαζε σα να μη συμμετείχε καθόλου στη διαδικασία ετούτη και σα να παρακολουθούσε απλώς –και μάλιστα «από μακριά», θα τολμούσα να πω- τον ίδιο τον εαυτό του να εκτελεί το έργο αυτό. Ξαφνιάστηκα από αυτή την ιδέα. Ποτέ πιο μπροστά δεν είχα συνειδητοποιήσει αυτό τον διχασμό. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου και ταυτόχρονα να μην είμαι καθόλου ο εαυτός μου, πως πίσω από τον ίδιο τον εαυτό μου μπορούσε να κρύβεται ένας άλλος εαυτός. Ποτέ πιο μπροστά δεν είχα «φανταστεί» το μυαλό μου σαν κάτι χωριστό από τη «ζωή» μου. Δεν ήμουν μόνος λοιπόν σε κείνο το σοκάκι. Λίγα μέτρα πιο κάτω είδα ένα παγκάκι. Κάθισα πάνω σε κείνο το καναπεδάκι και προσπάθησα να βάλω τις αλλόκοτες σκέψεις μου σε τάξη. Είχα ένα κακό προαίσθημα. Μες στο απογευματινό ημίφως, έκλεισα τα μάτια και βύθισα το «εγώ» μου σε κείνο τον άλλο εαυτό μου. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα καθαρά πως αυτός ο άλλος εαυτός μου δεν ήταν παρά ο ίδιος ακριβώς ο εαυτός μου, πως δεν ήμουν παρά ο ίδιος εγώ που όμως δεν ήμουν ένας και μόνο, αλλά αυτός και συνάμα εγώ! Ήμουν μπερδεμένος. Ένιωθα τώρα «κάτι άυλο, αιθέριο, απροσδιόριστο, αόρατο, ασύλληπτο και φευγαλέο» να ζει και να κυκλοφορεί ελεύθερο μες στο κορμί μου –και συγκεκριμένα σε κείνο το μέλος του σώματος που οι άνθρωποι ονομάζουν «κεφάλι». Το μυαλό μου αγκιστρώθηκε ξαφνικά από τη μαγική λέξη «πνεύμα». Ναι, εκείνο το αυτεξούσιο ον –εκείνος ο άλλος εαυτός μου που φώλιαζε μες στον ίδιο τον εαυτό μου και δεν ήμουν παρά ο ίδιος εγώ, αυτό το διπλό εγώ μου, ήταν το ίδιο μου το πνεύμα. Τι σήμαιναν όλα αυτά ωστόσο; Μια φωνή μέσα μου ψιθύριζε κιόλας κάτι παράξενα λόγια για κάποια χαμένη αθωότητα*. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε μια εξώπορτα να ανοίγει. Ύψωσα το κεφάλι και θέλησα να διώξω μακριά τις αλλόκοτες σκέψεις. Μπροστά μου ωστόσο δεν έβλεπα πια τα όμορφα σπίτια που θαύμαζα λίγο πιο πριν. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Στη θέση των σπιτιών υψώνονταν τώρα κάτι παράξενες σκιές. Τραβήχτηκα προς τα πίσω με τρόμο όταν πέρασε ξαφνικά από το νου μου η σκέψη πως οι σκιές που υψώνονταν μπροστά μου, μπορούσαν να μην είναι οι σκιές των όμορφων σπιτιών, αλλά σκοτεινές ζωγραφιές ενός αλλόκοτου ζωγράφου που είχε στήσει το ατελιέ του στη κάμαρα του τρομαγμένου μου μυαλού.

——————————————————–

* Την αμεριμνησία δηλαδή που χαρίζει η ασυνειδησία στα ζώα,
στα δέντρα, στα πουλιά, στα βρέφη και σε όλα τα άψυχα πράγματα.
.

.(…συνεχίζεται…)


2 Απαντήσεις to “MOBY-DICK or, THE WHALE - ΙΙ”


  1. 1 surrealist Πέμπτη, 27 Δεκέμβριος 2007 σε 12:44 μ.μ

    Παράξενη όψη η άλλη όψη, το πρόσωπο αυτού του άγνωστου όντος… Ραγισμένο στην ευθυμία του, απρόσιτο από τη σιγουριά του, κρύβοντας μια απελπισμένη κραυγή, προστατευμένος από τη σιωπή, δυναμωμένο από την αναμέτρηση με την όψη του…
    Στον ιστό των σκιών των όμορφων σπιτιών, στην απρόβλεπτη έκρηξη των σκιών του…
    Ο άλλος εαυτός με ένα μυαλό, οικείο, στο δρόμο που μόλις «τότε» πήρε, στο δρόμο της γνώριμης συγκίνησης…
    Λαχτάρα παρά μόνο για τον ίδιο ακριβώς εαυτό… στοργή…
    Εύθραυστο και αφοπλιστικό το πνεύμα, καθισμένο στον ίδιο τόπο… σε ένα παγκάκι, ακριβώς όμοια, δίνοντας την ψευδαίσθηση πως θα αφανιστεί στην άπιαστη «χαμένη αθωότητα» που αφοπλίστηκα, αδιάκοπα πηγαινοέρχεται για να υπενθυμίζει «το διπλό εγώ»
    Αυτός περιτυλίγει …
    Αυτός ενώνει… συνοδεύει ξεχωρίζει, στο δρόμο της πραγματικότητας , που μοιάζει δρόμος ονείρου,
    Αυτός και το εγώ… διασχίζουν τα ανεπίδοτα, στην παράξενη αυταπάτη ότι ο δρόμος στενεύει, τα σπίτια γίνονται ζωγραφιές… το τρομαγμένο μυαλό στείρα σκιά της τρυφερότητας που δεν τη νίκησε…
    Αυτός τρυφερός και το εγώ ακουμπισμένο πάνω του να επιθυμεί την αποτύπωση του… στην τρομαγμένη κάμαρα της αιτιολογικής σπουδαιότητας μιας αφορισμένης φαντασίωσης…
    Έννοιες και νοήματα αυτοανακαλύπτονται στην διαδρομή ενόρμησης
    Έννοιες και νοήματα σε σύνθεση
    σε διαχωρισμό με συναίσθηση
    Έννοιες και νοήματα στην παραπραξία τους χωρίς την ασυνειδησία…
    Η σκοτεινή η όψη το φως της όψη της δε σκοτεινιάζει…
    «Την ύπαρξή σου έλαβες ως μέρος ενός συνόλου. Θα εξαφανιστείς αργότερα μέσα σε κείνο που σε γέννησε ή μάλλον θα μεταβληθείς και θα αναληφθείς στο λόγο που σε δημιούργησε» (αποσπ. ΤΑ ΕΣ ΕΑΥΤΟΝ)

  2. 2 ange-ta Δευτέρα, 31 Δεκέμβριος 2007 σε 12:49 μ.μ

    Αγόρασα επιτέλους το βιβλίο.
    Απο μετα - μεθαύριο θα αρχίσω το διάβασμα. Δεν βρήκα όμως τη σωστή μετάφραση. Τι λες να ψάξω το σωστό ή ν αρχίσω αυτο που βρήκα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

"Προσπάθησε να πει κάτι γλυκό, αλλά η γλώσσα του κρεμόταν στο στόμα του, όπως ένα σάπιο φρούτο απ' το κλαδί, και η καρδιά του ήταν ένα παράθυρο, μπογιατισμένο μαύρο." (Bernard Malamud)

π ε ρ ί π α τ ο ς (αρχείο):

φρέσκα σχόλια:

Widget by ReviewOfWeb